ατίμωση

ατίμωση
η (AM ἀτίμωσις) [ατιμώ (-όω)]
το να ατιμάζει κανείς κάποιον ή κάτι, η προσβολή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ατίμωση — η ντρόπιασμα, ατιμασμός: Αυτοκτόνησε αντί να παραδοθεί, γιατί πίστευε πως η αιχμαλωσία ήταν ατίμωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νείδι — το 1. προσβολή τής τιμής κάποιου, ατίμωση, όνειδος 2. παροιμ. «κάλλιο τού Χάρου σκέπασμα παρά τού κόσμου νείδι» είναι προτιμότερος ο θάνατος από την ατίμωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. από το ρ. νειδ ίζω (πρβλ. διασκέλι < διασκελίζω] …   Dictionary of Greek

  • αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… …   Dictionary of Greek

  • αισχρός — ή, ό (Α αἰσχρός, ά, όν) 1. αυτός που προκαλεί την ντροπή, επονείδιστος, επαίσχυντος, ατιμωτικός 2. ανήθικος, φαύλος, κακοήθης, άθλιος, φρικτός αρχ. 1. (ως αντίθ. τού καλός) (για την εξωτερική εμφάνιση) άσχημος, δύσμορφος, παραμορφωμένος 2.… …   Dictionary of Greek

  • αισχύνη — η (Α αἰσχύνη) 1. το συναίσθημα τής ντροπής που δοκιμάζει κανείς για αισχρές πράξεις δικές του ή τών άλλων, η αιδώς (προσωποποιημένη στον Αισχύλο) 2. αίσχος, καταισχύνη, όνειδος (μσν. αρχ.) (ευφημ.) αιδοίο αρχ. 1. ντροπαλοσύνη, συστολή, σεμνότητα …   Dictionary of Greek

  • ακαθύβριστος — η, ο [καθυβρίζω] 1. αυτός που δεν έχει υβριστεί 2. αυτός που δεν έχει υποστεί ατίμωση …   Dictionary of Greek

  • ατίμασμα — το [ατιμάζω] 1. ατίμωση, περιφρόνηση 2. βιασμός, διακόρευση …   Dictionary of Greek

  • ατιμασμός — ο (Α ἀτιμασμός) ατίμωση, περιφρόνηση …   Dictionary of Greek

  • ατιμωτικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί ατίμωση, ο επονείδιστος 2. απρεπής 3. φρ. «ατιμωτικά αδικήματα» αδικήματα που επιφέρουν την πρόσκαιρη ή ισόβια στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του καταδικασμένου …   Dictionary of Greek

  • αχρειοσύνη — η (AM ἀχρειοσύνη) [αχρείος] εξευτελισμός, ατίμωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”